ῥόδου

ῥόδου
ῥόδον
rose
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ρόδου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου στεγάζεται στο μεσαιωνικό κτίριο του Νοσοκομείου των Ιπποτών, που βρίσκεται στην πλατεία Μουσείου, κοντά στο εμπορικό λιμάνι της πόλης. Μπαίνοντας από την κύρια είσοδο του μουσείου θα βρεθείτε στην εσωτερική αυλή …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου — Το μουσείο στεγάζεται από τον Ιούλιο του 2002 στην καινούργια στέγη του, σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό μέγαρο που δώρισε στον δήμο Ροδίων το ζεύγος Ιωάννη και Πάολας Νεστορίδου. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του, που σήμερα αριθμεί περίπου… …   Dictionary of Greek

  • Μυθιστόρημα του Ρόδου — (Roman de la Rose). Αλληγορικό και διδακτικό γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα, έργο δύο στιχουργών: του Γκιγιόμ ντε Λορίς ο οποίος άρχισε να το γράφει περίπου το 1230, αφήνοντας το με τον θάνατό του ημιτελές (4.058 στίχοι) και του Ζαν ντε Μενγκ, ο… …   Dictionary of Greek

  • Νότιας Ρόδου, δήμος — Νέος δήμος (53.709 κάτ.) του νομού Δωδεκανήσου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Απολακκιάς, Αρνίθας, Ασκληπιείου, Βατίου, Γενναδίου, Ιστρίου, Κατταβίας, Λαχανιάς, Μεσαναγρού και Προφίλιας, οι… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • Rhodos — Gemeinde Rhodos Δήμος Ρόδου (Ρόδος) …   Deutsch Wikipedia

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • λίνδος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 810 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού, 56 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Αποτελεί έδρα του δήμου Λινδίων του νομού Δωδεκανήσου. Ιστορία. Ο σημερινός οικισμός βρίσκεται στη θέση της ομώνυμης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”